διαφευξις

διαφευξις
    διάφευξις
    διά-φευξις
    -εως ἥ возможность (у)бежать
    

(ἐγένετο ἥ δ. τινι Thuc.; οὐδεμία ἐκ λογισμοῦ δ. Plut.)

    διάφευξιν - v. l. διάφυξιν - οὐκ ἔχειν Plut. — не предоставлять возможностей к бегству, не иметь выхода


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "διαφευξις" в других словарях:

  • διάφευξις — και διάφυξις (Α) διαφυγή, μέσα για διαφυγή …   Dictionary of Greek

  • διάφευξις — escaping fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφεύξει — διάφευξις escaping fem nom/voc/acc dual (attic epic) διαφεύξεϊ , διάφευξις escaping fem dat sg (epic) διάφευξις escaping fem dat sg (attic ionic) διαφεύγω get away from fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάφευξιν — διάφευξις escaping fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάφυξις — διάφυξις, η (Α) διάφευξις* …   Dictionary of Greek

  • διαφεύξῃ — διαφεύξηι , διάφευξις escaping fem dat sg (epic) διαφεύγω get away from fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»